- διάρροια
- διάρροιαflowing throughfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαρροίᾳ — διαρροίᾱͅ , διάρροια flowing through fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… … Dictionary of Greek
διάρροια — η (ιατρ.), η ευκοιλιότητα: Πονούσε η κοιλιά του και είχε διάρροια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρροίας — διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem acc pl διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροιῶν — διάρροια flowing through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίαις — διάρροια flowing through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίης — διάρροια flowing through fem gen sg (epic ionic) διαρρέω flow through pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίῃ — διάρροια flowing through fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίῃσι — διάρροια flowing through fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρροιαι — διάρροια flowing through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)